ραντεβού

Greek Monolingual

το, Ν
1. συνάντηση
2. συνεννόηση για συνάντηση («ο γιατρός δέχεται με ραντεβού»)
3. ερωτική συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rendez vous].