ραπτικός

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, -ή, -ό, Ν ῥάπτης / ράφτης]
το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτική
η τέχνη του ράπτη, η τέχνη της κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευής
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικά
τα έξοδα για το ράψιμο ενδύματος ή λινοσκευής
2. φρ. «ραπτικός μυς» — επιμήκης επιφανειακός μυς του πρόσθιου μέρους του μηρού.