ρεζιλίκι

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

το, Ν
το ρεζίλεμα, η γελοιοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil-lik].