ρεζίλεμα
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
το, Ν ρεζιλεύω
1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα
2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα
3. διαπόμπευση.