ρειθρώδης

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ρεῖθρον
(για ποταμό) αυτός που έχει άφθονο νερό, που ρέει ορμητικά.