ρεῖθρον

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Mantoulidis Etymological

τό (=τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ). Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.