ρεπανάκι
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
και ραπανάκι, το, Ν ρεπάνι / ραπάνι
1. (υποκορ. τ.) το ρεπάνι
2. φρ. «πετάχθηκε σαν το ρεπανάκι» — φέρθηκε με προπέτεια, πετάχθηκε να μιλήσει άκαιρα
3. παροιμ. φρ. «ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ρεπανάκια για την όρεξη» — λέγεται για κάποιον που έχει υπερβολικές απαιτήσεις ή μεγαλόπνοα σχέδια παραγνωρίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα.