ρηξίφρων
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
ῥήξιφρον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «καταβαλὼν τὴν φρένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. τερψίφρων].