ρηξίφρων

From LSJ

Greek Monolingual

ῥήξιφρον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «καταβαλὼν τὴν φρένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. τερψίφρων].