μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
ῥήξιφρον, Α(κατά τον Ησύχ.) «καταβαλὼν τὴν φρένα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ρήγνυμι) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. τερψίφρων].