τερψίφρων
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
τερψίφρον, gen. ονος, delighting the mind, delightful, ὕλη Nonn. D.42.44.
Greek (Liddell-Scott)
τερψίφρων: -ον, ονος, ὁ τὰς φρένας τέρπων, τερπνός, εὐφρόσυνος, εὐάρεστος, ὕλη Νόνν. Δ. 42. 44.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει την καρδιά και το μυαλό, ευάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξίφρων].