ριζαίος

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που αποτελεί τη βάση ενός πράγματος («ῥιζαῖος λίθος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. -αῖος (πρβλ. νικαῖος)].