ριζοβούνι

From LSJ

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

και ριζόβουνο, το, και ριζοβουνιά, η, Ν
τα ριζά, οι πρόποδες ενός βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + βουνό (πρβλ. κορφοβούνι)].