ριζοβούνι
From LSJ
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
και ριζόβουνο, το, και ριζοβουνιά, η, Ν
τα ριζά, οι πρόποδες ενός βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + βουνό (πρβλ. κορφοβούνι)].