ριζολογώ
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek Monolingual
ῥιζολογῶ, -έω, ΝΑ, και ριζολογώ, -άω, Ν
1. μαζεύω ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές
2. ξεριζώνω άγρια χόρτα, ξεβοτανίζω
αρχ.
μτφ. καταστρέφω, εξολοθρεύω («καθόλου πάντας τυράννους ῥιζολογήσας», Διόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λογῶ (< -λόγος)].