ριζοσύνετος

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

-ον, Α
ο συνετά, ο σοφά ριζωμένος, θεμελιωμένος («ῥιζοσύνετον σταυρόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + συνετός.