γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
-έω, Ασχηματίζω, βγάζω ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. φυτοτροφῶ].