Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
-έω, Ασχηματίζω, βγάζω ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. φυτοτροφῶ].