ριζοτροφώ

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

-έω, Α
σχηματίζω, βγάζω ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. φυτοτροφῶ].