ριμφάρματος

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα
(α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ.
β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, -ατος (πρβλ. χρυσάρματος)].