ριπτώ

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
ῥίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ τ. του ῥίπτω κατά τα συνηρημένα].