σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
και ροδοζυμωμένος, -η, -ο, Νροδόχρωμος, σαν να είναι ζυμωμένος με ρόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + ζυμωτός / ζυμωμένος (< ζυμώνω), πρβλ. καλοζύμωτος].