ροδοζύμωτος
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
και ροδοζυμωμένος, -η, -ο, Ν
ροδόχρωμος, σαν να είναι ζυμωμένος με ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + ζυμωτός / ζυμωμένος (< ζυμώνω), πρβλ. καλοζύμωτος].