ροδοπιτυΐνη

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
ρετσίνι από ποικιλία του πεύκου με ρόδινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πιτυΐνη «ρετσίνι από πεύκο»].