πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
ἡ, ΜΑρετσίνι από ποικιλία του πεύκου με ρόδινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πιτυΐνη «ρετσίνι από πεύκο»].