πυρίστακτος

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίστακτος Medium diacritics: πυρίστακτος Low diacritics: πυρίστακτος Capitals: ΠΥΡΙΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: pyrístaktos Transliteration B: pyristaktos Transliteration C: pyristaktos Beta Code: puri/staktos

English (LSJ)

πυρίστακτον, fire-streaming, πέτρα π., of Etna, E.Cyc. 298.

German (Pape)

[Seite 823] Feuer träufelnd, πέτρα, Eur. Cycl. 297, vom Aetna.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'où le feu découle.
Étymologie: πῦρ, στάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίστακτος -ον [πῦρ, στάζω] van vuur druipend.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίστακτος: (ῐ) струящий пламя (πέτρα, sc. Αἴτνη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίστακτος: -ον, ὁ σταλάζων πῦρ, πέτρα π., ἐπὶ τῆς Αἴτνης, Εὐρ. Κύκλ. 298.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στάζει φωτιάπυρίστακτος πέτρα» — η Αίτνα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελίστακτος].

Greek Monotonic

πῠρίστακτος: -ον, αυτός που σκορπίζει φωτιά, σε Ευρ.

Middle Liddell

πῠρί-στακτος, ον,
fire-streaming, Eur.