πυρίστακτος
From LSJ
English (LSJ)
πυρίστακτον, fire-streaming, πέτρα π., of Etna, E.Cyc. 298.
German (Pape)
[Seite 823] Feuer träufelnd, πέτρα, Eur. Cycl. 297, vom Aetna.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'où le feu découle.
Étymologie: πῦρ, στάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίστακτος -ον [πῦρ, στάζω] van vuur druipend.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίστακτος: (ῐ) струящий пламя (πέτρα, sc. Αἴτνη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίστακτος: -ον, ὁ σταλάζων πῦρ, πέτρα π., ἐπὶ τῆς Αἴτνης, Εὐρ. Κύκλ. 298.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στάζει φωτιά («πυρίστακτος πέτρα» — η Αίτνα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελίστακτος].
Greek Monotonic
πῠρίστακτος: -ον, αυτός που σκορπίζει φωτιά, σε Ευρ.