ροδόστερνος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που έχει ρόδινο στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στέρνον (πρβλ. δασύστερνος, ευρύστερνος)].