ρόος

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
βλ. ρους (Ι).

Mantoulidis Etymological

-ροῦς Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.