σάβυττα

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ἡ, Α
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάβυττος κατά τα θηλ.].