σάβυττα

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάβυττος κατά τα θηλ.].