εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
ἡ, Ατο γυναικείο αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σάβυττος κατά τα θηλ.].