σάβυττος
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ὁ,
A a fashion of cutting hair, Hsch.; σαβύττης, Phot.
II pudenda muliebria, Id.; σάβυττα, ἡ, Com.Adesp.1134.
French (Bailly abrégé)
1 se dit d'une coupe des cheveux ou de la barbe;
2 τὸ γυναικεῖον Hesych., Phot..
Étymologie: DELG t. familier ; cf. βύττος, σαβαρίχις.
Greek (Liddell-Scott)
σάβυττος: ὁ, τρόπος κουρᾶς τῆς κόμης, Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, αὐτόθι· σάβυττα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 231.
Greek Monolingual
και σαβύττης, ὁ, Ν
(κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης»
β) «τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο», παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: εἴδος ξυρήσεως εἰς καλλωπισμόν ... τινες δε τὸ γυναικεῖον H.; -ττης (Phot.), -ττα f. (Com. Adesp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Similar βύττος γυναικὸς αἰδοῖον H. (s.v.); cf. also σαβαρίχις and σάκαν τὸ τῆς γυναικός H. There is no explanation of these words; s. the lit. on σαβαρίχις, also Kretschmer Glotta 13, 271 and Sommer Nominalkomp. 192. Cf. also on σαίνω. --- The sphere is typical that of Pre-Greek words.
Frisk Etymology German
σάβυττος: {sábuttos}
Meaning: εἴδος ξυρήσεως εἰς καλλωπισμόν ... τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον H.; -ττης (Phot.), -ττα f. (Kom. Adesp.).
Etymology: Ähnlich βύττος· γυναικὸς αἰδοῖον H. (s.d.); vgl. noch σαβαρίχις und σάκαν· τὸ τῆς γυναικός H. Auf eine Erklärung dieser und ähnlicher Wörter muß verzichtet werden; s. die Lit. zu σαβαρίχις, außerdem Kretschmer Glotta 13, 271 und Sommer Nominalkomp. 192. Vgl. noch zu σαίνω.
Page 2,670