σάλπα

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
Ν
(προστ.) βλ. σαλπάρω.
(II)
η, Ν
βλ. σάλπη.