σαλπάρω

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek Monolingual

Ν
1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα του πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω
2. (κατ' επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνι
β) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι
3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε την άγκυρα να σαλπάρουμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salpare].