σαλπάρω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

Ν
1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα του πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω
2. (κατ' επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνι
β) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι
3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε την άγκυρα να σαλπάρουμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salpare].