σήριαλ

From LSJ

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source

Greek Monolingual

και σίριαλ, το, Ν
άκλ. τηλεοπτικό έργο με πολλά επεισόδια, σε συνέχειες ή αυτοτελή, σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serial < series (< λατ. series «σειρά, ειρμός, συνέχεια» < sero «ενώνω, συμπλέκω»].