σίβυλλα
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sibylle, prophétesse.
Étymologie: cf. σοφός, lat. sapiens -- DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
σίβυλλα: (ῐ) ἡ сибилла или сивилла (вещая женщина, пророчица) Arph., Plat., Arst. etc.
Mantoulidis Etymological
(=μάντισσα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευσή της. Κατά τούς παλιούς ἀντί τοῦ δωρ. Σιοβόλλα, θεός + βούλομαι, ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλλει τή θέληση τοῦ θεοῦ.