σίτιση

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

η / σίτισις, -ίσεως, ΝΜΑ σιτίζω
η σίτηση.