σίτηση
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
η / σίτησις -ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α σιτῶ
η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ.
γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῖτον ἀλλ' ἐπὶ πρήσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. η διατροφή που παρεχόταν δωρεάν σε άμισθους κρατικούς λειτουργούς και σε διάφορους πολίτες και ξένους τιμής ένεκεν (α. «τούτου τιμῶμαι ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως», Πλάτ.
β. «γέρα... δίδοται σίτησιν», Τιμοκλ.)
2. έδεσμα, φαγητό («σίτησιν δὲ εἶναι κρέα ἑφθὰ πόμα γάλα», Ηρόδ.).