σαβάζιος
From LSJ
-ία, -ον, Α
1. βακχικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σαβάζια
επιφωνήματα κατά τις τελετές προς τιμήν του Σαβαζίου
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τα Σαβάζια
εορτή οργιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν του Σαβαζίου, αλλ. Σαβάζια μυστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. Σαβάζιος ως επίθ.].