Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
σαθρῶ, -όω, ΝΜΑ, στα νεοελλ. κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ. σαθρωμένος, -η, -ο σαθρός
κάνω κάτι σαθρό, επισφαλές, αδύνατο, εύθραυστο («οἰκίας δύο μέρη ἐσαθρώθησαν», πάπ.).