ο, Νδοκάρι ή ξύλινη σανίδα που χρησιμεύει ως οριζόντιος σύνδεσμος πασσάλων ή σανίδων που έχουν μπηχθεί στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + δεσμός.