σανιδόδεσμος

Greek Monolingual

ο, Ν
δοκάρι ή ξύλινη σανίδα που χρησιμεύει ως οριζόντιος σύνδεσμος πασσάλων ή σανίδων που έχουν μπηχθεί στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + δεσμός.