σαρκωματώδης

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ες, Ν
αυτός που μοιάζει με σάρκωμα («σαρκωματώδες βλάστημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκωμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ιω. Ορλάνδο].