σαυρός

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek (Liddell-Scott)

σαυρός: -ά, -όν, = ἁβρὸς καὶ σαυκρόπους, ὁ, ἡ, = ἁβρόπους, Ἡσύχ.