Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
σαυρός: -ά, -όν, = ἁβρὸς καὶ σαυκρόπους, ὁ, ἡ, = ἁβρόπους, Ἡσύχ.