σβουριχτός

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σβουρίζω
1. περιστρεφόμενος
2. μτφ. γρήγορος και δυνατός
3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτή
δυνατό χαστούκι.