οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-ή, -ό, Ν σβουρίζω1. περιστρεφόμενος2. μτφ. γρήγορος και δυνατός3. το θηλ. ως ουσ. η σβουριχτήδυνατό χαστούκι.