Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
-ο, θηλ. και -α, Ν
1. αυτός που δημιουργεί σεισμούς
2. (γεωφ.) χαρακτηρισμός ενός τμήματος της γήινης επιφάνειας στο οποίο βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορα σεισμικά φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].