σεμνομυθώ

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
σεμνολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλομυθῶ].