νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
-έω, Ασεμνολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -μυθῶ (< -μυθος < μῦθος), πρβλ. φιλομυθῶ].