σενάριο

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. γραπτή περιγραφή της υπόθεσης και της πλοκής ενός κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, που μπορεί να ακολουθεί ακριβώς την χρονική διάρκεια και να καταγράφει λεπτομερώς τον διάλογο, τα σκηνικά εφέ, την κίνηση της μηχανής και άλλα στοιχεία ή μόνον τον διάλογο και την οπτική δράση
2. πιθανή εξέλιξη ή τροπή μιας κατάστασης («τα σενάρια γύρω από το τί θα ακολουθήσει μετά τις εκλογές υπήρξαν πολλά»)
3. φρ. «ραδιοφωνικό σενάριο» — προσαρμογή του κειμένου ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου στις ανάγκες της ραδιοφωνικής μετάδοσής του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scenario < λατ. scaenarium «σκηνικό» < scaena < σκηνή].