σημειωματάριο

Greek Monolingual

το, Ν
μικρό τετράδιο ή μπλοκ με άγραφα φύλλα, στο οποίο καταγράφει κανείς διάφορες σημειώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημείωμα, -ατος, + κατάλ. -άριο (πρβλ. αλφαβητάριο). Η λ., στον λόγιο τ. σημειωματάριον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].