σιγνοφύλαξ

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Μ
φύλακας της σημαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, ποίκιλμα» + φύλαξ (πρβλ. σκευοφύλαξ)].