σικύωνος

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

ὁ, Α
ονομασία λίθου που προερχόταν από περιοχή της Αρμενίας κοντά στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές.

Russian (Dvoretsky)

σικύωνος:Сикион (название камня) Plut.