σιμότητα

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

η / σιμότης, -ητος, ΝΑ σιμός
η ιδιότητα του σιμού, το να είναι η μύτη σιμή ή το να έχει κανείς σιμή μύτη
νεοελλ.
ελαφρά κυρτότητα του καταστρώματος τών πλοίων για να φεύγουν εύκολα τα νερά.