σκαλί
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
Greek Monolingual
το, Ν
1. καθένα από τα επάλληλα οριζόντια επίπεδα που συγκροτούν μια κλίμακα, σκαλοπάτι («να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου», Ελύτης)
2. μτφ. (για πρόσ. αλλά και καταστάσεις) στάδιο εξελικτικής πορείας
3. φρ. «σκαλί σκαλί»
μτφ. βαθμιαία, σταδιακά, κλιμακωτά («ανήλθε στην ιεραρχία σκαλί σκαλί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σκαλίον].