σκαμπανεβάζω
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
Greek Monolingual
Ν
1. (αμτβ.) (για πλοίο) ταλαντεύομαι κλίνοντας μια προς τα εμπρός και μια προς τα πίσω, προνεύω, προνευστάζω
2. μτφ. παρουσιάζω εξάρσεις και καταπτώσεις, έχω σκαμπανεβάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό του ρ. ανεβάζω με το ιταλ. scampare «σώζω, απελευθερώνω»].