σκελέα

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. εσωτερική περισκελίδα, εσώρουχο σε σχήμα κοντού παντελονιού, σώβρακο
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) αἱ σκελέαι
περισκελίδες, αναξυρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + κατάλ. -έα (πρβλ. χιτωνέα)].