σκελαλγία

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. νευραλγία της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scelalgia (< σκέλος + -αλγία)].