σκιαδανθή

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

και σκιαδιανθή, τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία τών κορνωδών, τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάδιον + άνθος].