σκιαμαχῶ

From LSJ

Mantoulidis Etymological

(=ἀγωνίζομαι μέ τή σκιά, ἀγωνίζομαι μάταια, ματαιοπονῶ). Ἀπό τό σκιά + μάχη τοῦ μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκιά.