σκορπίνα

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Greek Monolingual

η, Ν σκορπιός
ζωολ. κοινή ονομασία του συγγενικού με τον σκορπιό ψαριού Scorpaena scrofa της οικογένειας σκορπαινίδες, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι, με μεγάλα δηλητηριώδη αγκάθια στα μάγουλα και στα βραγχιακά επικαλύμματα και ζωηρό κιτρινοκόκκινο χρώμα και διάσπαρτες σκούρες κηλίδες, που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και αλιεύεται για την εύγευστη σάρκα του.