σκουπιδαρειό

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μέρος στο οποίο απορρίπτονται ή υπάρχουν σκουπίδια
2. μτφ. μέρος όπου επικρατεί ακαταστασία και ακαθαρσία («το παραμέλησαν το σπίτι κι έγινε σκουπιδαρειό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. -αρ(ε)ιό (πρβλ. κεραμιδαρειό)].